- κακόπαθος
- κακόπαθοςmiserablemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακόπαθος — η, ο (Α κακόπαθος, ον) δυστυχής, άθλιος, ταλαίπωρος («κακόπαθος βίος», Διον. Αλ.) νεοελλ. κουρασμένος από δυστυχίες και στερήσεις αρχ. 1. (για έργο) αυτός που γίνεται με κόπο, επίμοχθος («κακόπαθος κατασκευή», Φίλ.) 2. (για πρόσ.) ανθεκτικός στην … Dictionary of Greek
κακόπαθος — η, ο πολύπαθος, πολυβασανισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοπάθω — κακόπαθος miserable masc/fem/neut nom/voc/acc dual κακόπαθος miserable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόπαθον — κακόπαθος miserable masc/fem acc sg κακόπαθος miserable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοπάθοις — κακόπαθος miserable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόπαθε — κακόπαθος miserable masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՉԱՐԱԽՏԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 2 0566 Chronological Sequence: 6c ա. κακοπαθής, κακόπαθος aerumnosus. Որ բերէ յինքեան կամ այլոց զչար ախտ, զկիրս, զվնաս. եւ Ախտացեալ զախտ չար. թշուառ. *Չարախտական դեղով մեղանաց վարեցաւ ի վնաս անձին եւ հասարակիս: Զօրէն խելագարեալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)